Όλοι προσπερνούν, σταματούν
Ξαφνικά, μια ματιά σου χτυπά
Απραξία βαθιά και βουβή
Πέφτει εκεί σαν ρουκέτα στη γη
Πάγιος φωτισμός, υλισμός
Δεν αντέχω είχες πει
Με μια αχνή φωνή
Πιο ψηλά από αυτό
Είσαι εσύ που αγαπώ
Και όταν ο ήλιος βγαίνει
Θα μένω
Μεσ' στον δρόμο αυτό
Σαν παιδί περπατώ
Κι όλα αυτά που μου είπες
Πιστεύω
Έτσι αναβοσβήνει κι αυτή
Σε κοιτά που μιλάς και είναι
Ανύποπτη
Για όλα αυτά τα ψάρια και
Τα άγρια πουλιά
Που παρηγορεί
Τόσο υπνωτική σαν βυθός
Από χάπια, πολιτισμός